τσαπατσουλιά

τσαπατσουλιά
η
1. ακαταστασία, έλλειψη νοικοκυροσύνης.
2. η εργασία που γίνεται τσαπατσούλικα, ακατάστατα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσαπατσουλιά — η, Ν [τσαπατσούλης] 1. ακαταστασία 2. εργασία που έχει γίνει πρόχειρα, χωρίς τάξη και σύστημα 3. επιπολαιότητα …   Dictionary of Greek

  • τσαλαβούτημα — το, Ν [τσαλαβουτώ] 1. το να τσαλαβουτά κανείς 2. (γενικά) τσαπατσουλιά …   Dictionary of Greek

  • τσαλαβούτημα — το, ατος 1. το να τσαλαβουτά κανείς, το απρόσεχτο βάδισμα στις λάσπες. 2. μτφ., κάθε ακατάστατη πράξη, τσαπατσουλιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”